Valid HTML woody null

"elder" as defined in Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

πρεσβύτερος:

 

1) Ο μεγαλύτερος στην ηλικία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων.

1) The larger in age between two or more.

2) Ο προχωρημένος στην ηλικία, ο γέρος, αυτός που δεν είναι πια νέος.

2) The advanced in age, the old man, the one who is no longer young.

3) Πρεσβύτεροι = οι αρχαίοι, οι πρόγονοι, οι προπάτορες.

3) Elders = the ancients, the ancestors, the forefathers.

4) Η λέξη "πρεσβύτεροι", σαν τιμητική διάκριση ή τίτλος αξιώματος αναφέρεται:

4) The word "elders" as an honorary distinction or title of honor refers to:

α) στους προύχοντες των Ιουδαϊκών πόλεων, που είχαν και ιδιαίτερη εξοθσία πάνω στο λαό,

a) the leaders of the Jewish cities who exercised direct authority over the people,

β) στους αρχηγούς των φυλών, που ήταν μέλη του μεγάλου συνεδρίου,

b) the chiefs of the tribes who were members of the great congress,

γ) στους προϊσταμένους, στους ηγέτες των χριστιανικών κοινοτήτων, που έχουν την ευθύνη να διοικούν την εκκλησία και να διδάσκουν τους πιστούς.

c) the supervisors of the Christian communities, who have the responsibility to run the church and teach the faithful.

Οι πρεσβύτεροι αυτοί ονομάζονται επίσης και επίσκοποι.

These elders are also called bishops.

δ) οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι, που σαν αρχηγοί της συναγμένης πια οτον ουρανό νέας εκκλησίας, κάθονται ολόγυρα στο θρόνο του Θεού, περιωλημένοι με λευκές στολές και διακονούν μαζί με τον Μεγάλο Αρχιερέα, που είναι ο Χριστός.

d) the twenty-four elders, who as leaders of the new heavenly church, sit all around the throne of God, clothed in white robes, and serve together with the Great High Priest, who is Christ.

 

 

 

One Two Three